μικροπόδαρος

μικροπόδαρος
-η, -ο (Μ μικροπόδαρος, -η, -ον)
αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόπους — και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, ουν (Μ) αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πούς (πρβλ. μεγαλό πους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”